- πτητικούς
- πτητικόςable to flymasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
ιριδέλαιο — Αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από τα ξηρά ριζώματα του φυτού ίρις η φλωρεντινή, με απόσταξη ή εκχύλιση με πτητικούς διαλύτες. Πρόκειται για ημίρρευστη λιπαρή μάζα με οσμή βιολέτας και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία και στην αρωματοποιία.… … Dictionary of Greek
Ντέμλερ, Γκότλιμπ — (Gottlieb Daimler, Σόρντορφ, Βίρτεμπεργκ 1834 – Μπαντ Κάνστατ, Στουτγκάρδη 1900). Γερμανός μηχανικός και εφευρέτης. Διπλωματούχος του πολυτεχνείου της Στουτγκάρδης, εξασκήθηκε πρακτικά στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γερμανία, όπου διηύθυνε τη… … Dictionary of Greek